Παράλληλα συμβάντα κατά την πορεία της αναγνωρίσεως ως Αγίου του Αγίου Γερασίμου και της Κεφαλληνίας ως της Μελίτης των Πράξεων. Επισημάνσεις και Προτάσεις.
(Το πρώτο μέρος του παρόντος εγράφη από 20 έως 30 Σεπτεμβρίου του 2009, προχώρησε και σχεδόν ολοκληρώθηκε τον Φεβρουάριο του 2011 και τώρα –Μάρτιος 2016- επανήλθαμε για μια ανακεφαλαίωση/επανεξέταση).
Σε διάφορες αναφορές μας, κατά το παρελθόν, στο θέμα του ναυαγίου έχουμε ομιλήσει για την διστακτικότητα, αλλά και τον προβληματισμό που μας διακατείχε κατά τα πρώτα 3-4 έτη από της ανακινήσεως του θέματος αυτού. Τώρα όχι μόνο έχει επιβεβαιωθεί η αλήθεια αυτού, αλλά παρατηρούντες προσεκτικά την διαδρομή του στο διάστημα των 22 ετών που μεσολαβούν από τότε (1987-2009), (και νυν -2016- συμπληρώνονται 29 έτη), διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν πράγματι παράλληλα συμβάντα κατά την πορεία της αναγνωρίσεως ως Αγίου του Αγίου Γερασίμου και της Κεφαλληνίας ως της Μελίτης των Πράξεων. Το παρόν εκρίναμε σκόπιμο να γίνει, επειδή κάποιες επισημάνσεις, προτάσεις και σημειώσεις μας σχετικώς με το θέμα/τίτλο του, που το θεωρούμε πάρα πολύ σημαντικό, δεν ήταν δυνατό να συμπεριληφθούν στα στενά όρια μιάς εισηγήσεως των Συνεδρίων που προηγήθηκαν, ή να αναμιχθούν σ’ αυτήν πολλά θέματα και με αρκετά εκτενή ανάλυση. Έτσι το παρόν πονημάτιον αποτελεί προσωρινώς τουλάχιστον ανολοκλήρωτον σχεδίασμα, αλλά ταυτοχρόνως και συμπλήρωμα των προηγουμένων αναφορών μας, και ελπίζουμε ότι θα αποτελέσει σημειωματάριο για κάποια ίσως μελλοντική εργασία μας, αν τούτο κριθεί απαραίτητο και αν καταστεί δυνατό, ή τουλάχιστον για επεξήγηση μερικών σημείων σε κάποιες αναφορές μας.
Παρ’ όλα αυτά επειδή κατά την περίοδο τούτη (Σεπτέμβριος 2009) υπάρχει άμεσος ανάγκη χρησιμοποιήσεως μερικών τμημάτων του παρόντος για ορισμένους ειδικούς λόγους, και επειδή είναι αδύνατο να εξευρεθεί κατά την παρούσα περίοδο ο απαιτούμενος χρόνος για την δέουσα επεξεργασία του κειμένου, προβαίνουμε σε απλή εκτύπωσή του, ελπίζοντες ότι θα αντιμετωπιστεί με επιείκεια η βιασύνη με την οποία εγράφη.
[ΣΗΜ.: Εις το Siteυπάρχουν μόνο τμήματα της εργασίας του θέματος και έχουν παραληφθεί ορισμένα, τα οποία έχουν καταγραφεί μόνον εν είδει περιληπτικών σημειώσεων, λόγω ελλείψεως χρόνου επί του παρόντος. Γι’ αυτό ίσως κάποια επί μέρους θέματα θεωρηθούν άσχετα μεταξύ τους, ενώ στο σύνολό τους είναι και σχετικά και δεόντως συνδεδεμένα].
1. Λιθοβολισμοί, διώξεις και έλλειψη φιλοξένου διαθέσεως κατά το πέρασμα του Αγίου μας εκ μερικών οικισμών και εκδίωξή του από το Σπήλαιο στα Σπήλια με αναμμένο δαυλό, σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις, αλλά και το μαρτύριο της ταλαιπωρίας που του επέβαλαν αδίκως αργότερα, καθώς εσύρθη σε μακρές δίκες διά δήθεν εδαφικόν διά τον χώρον της Μονής, παρά το ότι είχαν γίνει όλες οι νόμιμες διαδικασίες, και οι οποίες δίκες έφθασαν μέχρι την Κέρκυρα και τη Βενετία, κατά παλαιές παραδόσεις. Οι μακρές δίκες είναι γεγονός` αυτός και ο λόγος που το Πατριαρχείο απέρριψε την α΄ αίτηση που υπεβλήθη για την ανακήρυξη της Αγιότητός Του.
2. Στάσις του ιερ. Γεωργ. Βαλσάμου, αλλά και πόσων άραγε ακολούθων του ;
3. Αντίδρασις μη Ορθοδόξων κατά την α΄ Ανακομιδήν του Ι. Λειψάνου του Αγίου μας. (Σχετ. και η υπ’ αριθ. Ε΄ αναφορά του κεφαλαίου των Σημειώσεων στο τέλος του παρόντος).
4. Διατί ο Άγιος, ενώ η Μονή την οποία ίδρυσε, δηλ. η Νέα Ιερουσαλήμ, ευρίσκεται εις Ι. Μητρόπολιν του Οικουμ. Πατριαρχείου, ανακηρύσσει αυτήν Πατριαρχικόν Σταυροπήγιον; Τι φοβόταν; Μήπως κατάργησιν της Ι. Μητροπόλεως, όπως είχε ξανασυμβεί, ή ουνιτοποίησιν αυτής ή άλλο τι ; π. χ. κατάργησιν της Ι. Μονής μετά την εκδημίαν αυτού και επιστροφήν των χώρων στους πρώην επιστάτας των; Πόσο οικεία άλλωστε στο νησί μας η αντίληψις: τί ήρθε τώρα κι αυτός εδώ να μας αναστατώσει ; Καλά δεν ήμαστε όπως ήμαστε ; Τις οίδεν πόσες φορές εποίει μόνος ή με πολύ ελαχίστους τις ι. Ακολουθίες και ιδίως κατά τις Μεγάλες Εορτές!
Αλλά ευτυχώς που ο Άγιός μας δεν ήταν κάλαμος υπό ανέμου σαλευόμενος (πρβλ. Ματθ. ΙΑ΄,7), αλλ’ απεναντίας διεκρίνετο διά σταθερότητα, διαθέτων τεραστίαν υπομονήν, τεραστίαν αντοχήν, τεραστίαν ανεξικακίαν, πολλήν σοφίαν και πολλήν γενναιότητα και που δεν ήταν άνθρωπος της ξεγνοιασιάς, της αδιαφορίας και της καλοπέρασης, αλλ’ απεναντίας επρονόησε για τα πάντα, επρόλαβε τα πάντα και τους πάντες, και κατωχύρωσε τα πάντα.
5. Διατί χρειάστηκε τόσος αγώνας εκ μέρους του Αγίου διά την κατοχύρωσιν των χώρων της Ι. Μονής ;
6. Διατί στις Ακολουθίες του Αγίου υπάρχουν οι ύμνοι: «Ωσεί σκύμνοι λεόντων, ενεδρεύουσι Πάτερ, την Μονήν σου σπαράξαι, τους καμάτους δε τους σους απολέσαι εις τέλος, συ δε νοερώς, τας βουλάς αυτών εξαφάνισον, και την ποίμνην σου διατήρησον» (Ευλογητάρια), και «Σύντριψον τας μύλας, ζητούντων αφανίσαι, Γεράσιμε, σους πόνους» ; (Εγκώμια γ΄ Στάσεως). Μόνον οι αιρετικοί ήταν το πρόβλημα άραγε ; ή μήπως υπήρχαν και άλλοι λόγοι ; Βέβαια ο Άγιός μας αντιμετώπισε την όλη εναντίον του τότε κατάσταση εφαρμόζοντας την του Παύλου προτροπήν «Μή νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» (Ρωμ. ΙΒ΄, 21), χωρίς να επιδιώκει την τιμωρίαν ή την διαπόμπευσιν των αντιδιατιθεμένων. Απεναντίας οδήγησεν αυτούς εις έμπρακτον μετάνοιαν και σωφρονισμόν, εφαρμόζων και ετέραν του Παύλου προτροπήν «Δούλον δε Κυρίου ου δει μάχεσθαι, αλλ’ ήπιον είναι προς πάντας, διδακτικόν, ανεξίκακον, εν πραϋτητι παιδεύοντα τους αντιδιατιθεμένους…». (2 Τιμ. Β΄ 24-26). Αυτός και ο λόγος που μαζί και με τις θείες επεμβάσεις όλα ξεχάστηκαν πολύ γρήγορα και εγκαθιδρύθη ο Άγιός μας, όπως εγκαθιδρύθη, τόσο στον τόπο των Ομαλών όσο και στις καρδιές και στη συνείδηση του κόσμου. . Ήδη από πολύ ενωρίς το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου άρχισε να διακρίνει την αρετή και την Αγιότητά Του, παρ΄όλο που επιμελώς απέκρυπτε αυτά. Ήδη ενώ ακόμη ήταν στο Σπήλαιο, πολλοί προσήρχοντο γιά τα ποικίλα προβλήματα και δεινά του βίου, γιά τον κουφισμό του βάρους των πλημμελημάτων και τη χάραξη ορθής πορείας, για τις σοφές συμβουλές του, για τη μεσιτεία του προς τον Θεό. Το ίδιο έγινε λίγο αργότερα και στον τόπο των Ομαλών. Και εκεί είχαν πάλι την ευκαιρία να τον βλέπουν και να απολαμβάνουν τις δι’ αυτού δωρεές του Θεού. Όπως δε σημειώνει ο Μητροφάνης: «…Καθαγνίσας ουν εαυτόν, και δάκρυσι ποταμηδόν αποπλύνας και εκκαθάρας, και θαυμάτων χάριν παρά Θεού ειληφώς, του Αγίου Πνεύματος γέγονε καταγώγιον. Ού τη επιλάμψει και αίγλη, ανομβρίας ούσης, ύδωρ διά προσευχής καταγαγών, ικανώς την γην κατήρδευσεν` έτι δε και δαιμονώντας ιάσατο, και ασθενούσι την ρώσιν εχαρίσατο…». Αλλά σ’ εκείνα τα τόσο δύσκολα χρόνια για την παιδευτική καλλιέργεια, και παρά τον τόσο εξαντλητικό βίο που διήγε, θεώρησε απαραίτητο να βοηθήσει και τα παιδιά της τοπικής κοινωνίας και όχι μόνον. Έτσι παρείχε τον πολλαπλόν πλούτον των χαρισμάτων και των γνώσεών του, καθιστώντας αυτά, όσο ήταν δυνατό, κοινωνούς αυτών, ασκώντας σ’ αυτά σημαντικότατο παιδευτικό έργο. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι είχε συν τοις άλλοις και ευρεία φιλολογική και δογματική κατάρτιση. Για όλα αυτά και όχι μόνο «Διδάσκαλον κυρ Γεράσιμον» αποκαλούσαν Αυτόν. Ταυτοχρόνως δε ήταν και γενικότερο και ποικίλλο το φιλανθρωπικό έργο που επετέλεσε, σύμφωνα και με την υμνολογία: «…χορηγός τοις ενδεέσι και προστάτης ορφανών και διδάσκαλος παντοίων νοημάτων ευσεβών…» και άλλα πολλά θα μπορούσαν να αναφερθούν που δεν χωρούν στη σύντομη αυτή αναφορά. Οι ανωτέρω ύμνοι όμως, οι αναφερόμενοι στην αρχή της παραγράφου, εγράφησαν αργότερα και παραμένουν. Άρα υπήρχαν και στη συνέχεια ανησυχητικά φαινόμενα. Επομένως ήταν άκρως δικαιολογημένοι οι φόβοι του Αγίου, καθώς και η ενέργειά του να ανακηρυχθεί η Μονή Πατριαρχικόν Σταυροπήγιον.
Δεν θα αναφερόμεθα στα παραπάνω πικρά γεγονότα - δεν είναι καθόλου ευχάριστο αυτό - εάν η ιστορία δεν επαναλαμβάνετο, αλλά δυστυχώς επαναλαμβάνεται και μάλιστα πανομοιοτύπως, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
7. Το Τυπογραφείο του Αρχιερέως Νικοδήμου Μεταξά λειτουργεί στη Μονή του Αγίου μας κρυφίως, διότι δεν ήτο ανεκτόν να τυπώνονται Ορθόδοξα Βιβλία και να διαδίδονται ευρέως και ευκόλως οι Ορθόδοξες θέσεις.
8. Η α΄ έκδοσις των Ακολουθιών του Αγίου – έκδοσις του ανωτέρω Τυπογραφείου (1625) –φέρει τον παραπλανητικόν τίτλον «Βιβλίον του Ορθού Λόγου, Βεβαίωσις καλούμενον», - ο «ορθός λόγος» ήταν ο υψηλότερος στόχος, το ανώτερον ιδανικόν της τότε εποχής στη Δύση - και αναφέρει, παραπλανητικώς επίσης, ότι εξεδόθη εν Λωνδώνη (Λονδίνον) διά τους ανωτέρω προφανώς λόγους. [Φαίνεται ότι είναι ορθή η πληροφορία που καταχωρεί ο Τσιτσέλης στον α΄ τόμο των Κεφ/κών Συμμίκτων, σε υποσημ. της σελ. 48, όπου γράφει: «Αγνοούμεν όμως πού βασισθείς ο Ι. Πολλάνης (ίδ. Άγιος Γεράσιμος. Εν Κεφαλληνιακή Εφημερίδι, αριθ. 13 του 1896), λέγει, ότι συνετάχθη αύτη το 1596». Κατά το έτος αυτό εγκατεστάθησαν εις την Μονήν ο Επίσκοπος Μαϊνης (Μάνης) Ιερεμίας Κατσαϊτης, ο οποίος άφησε την Επισκοπή του και αφοσιώθηκε στην προστασία και υπηρεσία της Μονής, και προβαίνει στις δέουσες ενέργειες δύο φορές, προκειμένου να γίνει η επίσημη αγιοκατάταξις του Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, και επίσης ο λόγιος Ιερομόναχος Μητροφάνης, ο Ναυπλιεύς, ο πρώτος βιογράφος και υμνογράφος του Αγίου μας, ο οποίος φαίνεται συνέταξε αμέσως, όπως ήλθε το 1596 από τη Ζάκυνθο {κατά τον Νικόλαον Κατραμήν, Αρχιεπ. Ζακύνθου, στα Φιλολογικά Ανάλεκτα Ζακύνθου, εν Ζακύνθω1880, σ. 120 «διετέλεσεν πολλά έτη εν Ζακύνθω διδάσκων ευδοκίμως την Ελληνικήν γλώσσαν» και ότι «γηράσας εν Ζακύνθω διδάσκων, απήλθε και εμόνασεν εν Κεφαλληνία», (Βλ. σχ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνού: Πρακτικά Ε΄Συνεδρίου-2009- διά τα 1950 έτη από του ναυαγίου και της διασώσεως του Απ. Παύλου και τα 500 έτη από της γεννήσεως του Αγ. Γερασίμου-Εισήγησιν Πρωτ. Γεωργίου Αντζουλάτου, σ. 83,84)}, την Ακολουθία και τη βιογραφία του Αγίου-, η οποία συμπεριλαμβάνεται στην εν λόγω Ακολουθία – Συναξάριον εις την ΣΤ΄Ωδήν. (Η Ακολουθία και η Βιογραφία του Αγίου είναι δύο σημαντικότατα, εξαιρετικά και θεμελιακά έργα του Μητροφάνους διά την περίοδον εκείνην, αλλά και διά την συνέχεια). Άρα η Ακολουθία συνετάχθη το 1596 και παρέμενε σε χειρόγραφο μέχρι το 1625 που έγινε η α΄ έκδοσή της «δαπάνη και επιμελεία του Ιερεμίου Κατσαϊτου Επισκόπου Μαϊνης», όπως σημειώνει στην ίδια υποσημείωση ο Τσιτσέλης].
9. Το Απολυτίκιον του Αγίου αρχικώς εις ήχον δ΄ (ουσιαστικώς β΄ ) – επείσακτον μέλος - , ήχον δηλ. χρωματικόν, μελιχρόν και προξενούντα συγκίνησιν.(Βλ. σχετ. στίχους Παρακλητικής στο τέλος του β΄ ήχου και Γεωργίου Αθανασοπούλου «Θεωρία της Βυζαντινής Μουσικής», σελ. 139). Δεν τολμούσαν να ονομάσουν τον Άγιον «Των Ορθοδόξων προστάτην», ούτε «Της Νήσου» ή «Της Κεφαλληνίας προστάτην», αλλά μόνον «Της μονής» (και με μικρό μ). Δηλ. έδεκει-έδεκει, κατά το κοινώς λεγόμενον, και μετά βίας και κρυφά μή τους ακούσουν.-Ερώτησις: Μήπως η έναρξις «Της μονής τον προστάτην…» είχε και την έννοιαν της ενημερώσεως και υπομνήσεως ότι όποιος εχθρεύεται την Μονήν έχει αντίπαλον τον ίδιο τον Άγιο, ο οποίος εθαυματουργούσε ακαταπαύστως; Αλλά και εις όλην την αρχικήν Ακολουθίαν του Μητροφάνους ο Άγιος αναφέρεται ως υπόδειγμα αρετής και τελειότητος, ως θείου φωτός εμφορούμενος, κατατρυφών τελεώτατα των επιλάμψεων καλλονής αρρήτου και θείας μεθέξεως, ή νυν λαμπροφανώς παρίσταται, κ.ά.π., και αποφεύγονται εκφράσεις περί προστασίας της Νήσου, προφανώς διά τους ιδίους λόγους, ο δε όρος Κεφαλληνία αναφέρεται μίαν και μόνην φοράν εις το δοξαστικό της Λιτής, αλλά και εκεί με καθαρώς πνευματικόν χαρακτήρα «… και της Κεφαλληνίας επλήθυνε τα πνευματικά σπέρματα…». (Ο Μικρός Εσπερινός της 20ής Οκτωβρίου, εις τον οποίο ο Άγιος αναφέρεται «Των Κεφαλλήνων προστάτης…» -4ον Κεκραγάριον- και «…φρουρός γαρ και προστάτης εδόθης τη ση Νήσω…» -3ον Στιχηρόν-, αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη). Ίσως αυτή η τακτική να κράτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της ενετοκρατίας. Ίσως καθ’ όλη αυτή την μακρά περίοδο απεφεύγετο εις την υμνολογία η χρήσις εκφράσεων αναφερομένων εις την προστασίαν της Νήσου υπό του Αγίου, καθ’ ότι οι ύμνοι ψαλλόμενοι ακούγονται εκφώνως, ενώ αντιθέτως εις την σύντομον βιογραφίαν την αναφερομένην εις το μαρτυρικόν Γράμμα, το οποίο υπεβλήθη εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον διά την ανακήρυξιν της αγιότητος του Αγίου αναγράφεται η πρότασις: «Πιστεύεται βεβαίως παρά πάσι τοις ενταύθα χριστιανοίς διαφυλαχθήναι την Νήσον ταύτην αναιχμαλώτιστον, εν τω καιρώ της των Αγαρηνών μάχης, διά προσευχής του αυτού Πατρός». Τούτο αναφέρεται εις την νικηφόρον ναυμαχίαν της Ναυπάκτου, κατά την οποία συνετρίβησαν οι Τούρκοι, γεγονός που διετήρησε αναιχμαλώτιστα τα Ιόνια Νησιά και ματαίωσε τα επεκτατικά σχέδια των Τούρκων προς τη Δύση. Υπάρχει σχετική παράδοσις περί αυτού. Επίσης και οι Λευκάδιοι, οι οποίοι ευλαβούνται ιδιαίτερα τον Άγιό μας, αποδίδουν εις Αυτόν τη λύση της πολιορκίας της Λευκάδας από τον Αλή Πασά και έτσι τη σωτηρία του νησιού τους στις 20 Οκτωβρίου του 1807, δηλ. την ημέρα της Μνήμης Του. Στον Μητροπολιτικό Ναό της Λευκάδας-Συλλογή μεταβυζαντινών εικόνων Επτανησιακής τέχνης- σώζεται θαυμάσια Εικόνα αναφερομένη εις αυτό το θέμα, παριστώσα τον Άγιο προσευχόμενο πλησίον της θαλάσσης και τα εχθρικά πλοία στο βάθος εγκαταλείποντα τη Λευκάδα.(Βλ. σχετ. Λεύκωμα: «Ιστορώντας τον Άγιο Γεράσιμο» Γερ. Γαλανού & Κων. Στάβερη, Έκδ. Ι. Μητροπόλεως Κεφαλληνίας 2009, σελ. 124).
Και διά να επανέλθουμε στο θέμα του Απολυτικίου. Δεν τολμούσαν να αναφέρουν κάν το όνομα του Αγίου επισήμως, αλλά τούτο αποσιωπάται. Η συγκεκριμένη πρότασις του Απολυτικίου σταματά εις το «επαινέσωμεν πιστοί» δεν υπάρχει το «θείον Γεράσιμον». (Η λοιπή ακολουθία, η οποία συνετάγη ολίγον βραδύτερον είναι ως η σημερινή, μόνο που εις την σημερινήν παρατηρούμεν μεταφοράν των Αποστίχων του Εσπερινού της 20ής Οκτωβρίου εις τον Εσπερινόν της 16ης Αυγούστου και για τον Εσπερινό της 20ής Οκτωβρίου συνετάγησαν τα «Χαίροις Κεφαλληνίας στερρόν…» κλπ., αργότερα δέ έγιναν και άλλες προσθήκες ύμνων εις την 20ήν Οκτωβρίου, καθώς και θαυμάσιος Οίκος εις την ΣΤ΄ Ωδήν. Συνετάγησαν επίσης τα Εγκώμια και άλλες Ακολουθίες όπως, Παρακλητικού Κανόνος και Χαιρετισμών, καθώς και η πλήρης και λαμπρά Ακολουθία της 16ης Αυγούστου ). Προφανώς το Απολυτίκιον «Της μονής τον προστάτην» ήτο ο α΄ ύμνος που συνετάγη, και τούτο έγινε κατά την περίοδο των δεινών αντιδράσεων. Ίσως ελέγετο κρυφίως και σε μερικούς ακόμη Ναούς ή Μονές της Νήσου και γι’ αυτό να διετηρήθη επ’ αρκετόν η ελλιπής αρχική του μορφή. Μας ξενίζει δε το γεγονός ότι, ακόμη και στην 8η κατά σειρά έκδοση της Ακολουθίας, που έγινε το 1789 δηλ. 164 έτη μετά την έκδοση της α΄ Ακολουθίας (1625) και 210 έτη από της Κοιμήσεως του Αγίου (1579) και 167 έτη από της επισήμου εις Άγιον ανακηρύξεως υπό της Εκκλησίας (1622), το Απολυτίκιο αυτό παραμένει με την αρχική του ελλιπή μορφή.
Είναι προφανές ότι, αν λάβουμε υπ’ όψιν τα τότε κρατούντα, δεν εφοβούντο διώξεις με τη μορφή φυλακίσεων, θανατώσεων ή άλλων βασάνων. Μόνο τη δυσμένεια θα εξασφάλιζαν με όσα αυτή συνεπήγετο για τις εποχές εκείνες, αλλά η εκτίμησή μας είναι ότι δεν υπελόγιζαν τόσο τις επιπτώσεις αυτές. Οι προπάτορές μας έχοντες υπ’ όψιν την αγιότητα βίου του Αγίου, τα άπειρα θαύματά του προ και μετά την Κοίμησή του και την αφθαρσία του Ι. Λειψάνου του, βρύοντος αενάως τα θαύματα, είχαν πλέον συνειδητοποιήσει ότι, αν τα πράγματα εσυνεχίζοντο έτσι, καί ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας θα ήταν εξασφαλισμένος καί τα αιρετικά και άθεα ρεύματα της Δύσεως θα ήταν καταδικασμένα εις αφανισμόν. Ήταν πλέον ολοφάνερο ότι ο Άγιος ήταν για την Κεφαλληνία ένα μέγιστο δώρο από τον Θεό για τους δικούς Του λόγους ως ψάλλουμε και στην Υμνολογία: «Δώρον δοθέν μοι ουρανόθεν, πάτερ έγνων σε, η Νήσος σου βοά σοι, χαρμοσύνως διό Θεόπεμπτον κηρύττω, την έλευσίν σου Όσιε, και δοξάζω τον δοτήρα»(τροπάριον της ζ΄ Ωδής του β΄ Κανόνος της Εορτής της ΙΣΤ΄Αυγούστου), «Ζώντα γάρ και μετά πότμον θησαυρόν σε επλουτήσαμεν»(από το Δοξαστικό των Κεκραγαρίων του Εσπερινού της ΙΣΤ΄Αυγούστου) κ.ά παρόμοια, μεταγενεστέρως γραφέντα βέβαια για τους παραπάνω, αλλά και τους εις την συνέχειαν αυτονοήτους λόγους. Άρα για την εξασφάλιση μιας θαυμαστής συνέχειας απαραίτητη προϋπόθεσις ήτο η διαφύλαξις, πάση θυσία, της Ι. Μονής μετά των χώρων αυτής, και του Ι. Σκηνώματος. Επομένως έπρεπε να αποφεύγονται εντυπωσιακές εκδηλώσεις και ύμνοι, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν, όπως ύμνοι αναφερόμενοι στην Ορθοδοξία, στην προστασία της Νήσου κλπ. και γενικά σε ό,τι θα μπορούσε να προκαλέσει. Έτσι ερμηνεύεται πλήρως η τακτική που ηκολουθείτω σε όλη την αναφερθείσα μακρά περίοδο, καθώς και οι αναφερθέντες ύμνοι: «Σύντριψον τας μύλας» και «Ωσεί σκύμνοι λεόντων».
Δεν έχω υπ’ όψιν μου να υπήρξε - και τούτο χρήζει ερεύνης βέβαια - καμμία αντίδρασις στην καθιέρωση της τιμής προς τους δύο άλλους Αγίους της Επτανήσου και λογικώς δεν πρέπει να υπήρξε διά τους εξής λόγους: α΄. Ο Άγ. Σπυρίδων εβίωσε κατά την πρώτη περίοδο της Εκκλησίας, όταν αυτή ακόμη ήτο αδιαίρετος, δηλ. πρό του σχίσματος, οπότε ανεγνώριζαν αυτόν και οι Ανατολικοί και οι Δυτικοί. Επομένως όταν το Ιερό του Σκήνωμα αφίχθη στην Κέρκυρα, μετά την άλωση της Κων/λεως από τους Τούρκους, δεν είχαν λόγο να αντιδράσουν ούτε οι Ορθόδοξοι, ούτε οι παπικοί. Και β΄. Η ανακομιδή του Ι. Σκηνώματος του Αγ. Διονυσίου στις απομακρυσμένες νησίδες Στροφάδες και η αναγνώριση της Αγιότητός του καθ’ όν χρόνον παρέμενεν εκεί, το Ιερό του Σκήνωμα, σε τόπο δηλ. ιδιαίτερα απομακρυσμένο, συνετέλεσαν ώστε να μην υπάρξουν στη Ζάκυνθο αντιδράσεις. Άλλωστε είχε ήδη επιβεβαιωθεί από τα προϋπάρξαντα σχετικά με τον Άγιο Γεράσιμο, η ορθότης της Ορθοδοξίας και οι δυτικοί μετά το πρώτο εκείνο σοκ δεν είχαν πλέον ούτε τη δύναμη, ούτε τη διάθεση για μία νέα ατελέσφορη αντίδραση σαν την προηγούμενη. Επί πλέον οι Ορθόδοξοι της Ζακύνθου είδαν με βαθειά ικανοποίηση την απόκτηση και από το δικό τους νησί ενός μεγάλου Αγίου και μάλιστα με αφθαρσία του σώματός του, όπως και οι νήσοι Κεφαλληνία και Κέρκυρα και επί πλέον από το ίδιο τους το νησί καταγόμενον. Αυτό είναι ολοφάνερο και από τη σχετική υμνολογία. Παραθέτουμε στο σημείο αυτό δύο σχετικά κείμενα: α΄) Οίκος ΣΤ΄ Ωδής ΙΖ΄ Δεκεμβρίου Μνήμη Αγ. Διονυσίου Ζακύνθου: «Σιγησάτωσαν ήδη σιγησάτωσαν, οι μέχρι δεύρο σφαλερώς λέγοντες, μη είναι τη θεοσώστω Ζακύνθω, τον οικείον προστάτην, και προς Θεόν πρέσβυν θερμότατον, καθά και εν πολλαίς των επισήμων πόλεων και χωρών Ορθοδόξων. Ένεστι γαρ και μάλα καλώς, ο σεπτός εν Ιεράρχαις Διονύσιος, ο θαυμαστός Αιγίνης πρόεδρος, ταύτης δε γόνος ευκλεής, καί θρέμμα αξιέπαινον. Ουκέτι λοιπόν ζηλοί Ζάκυνθος η ευδαίμων, Κεφαλληνίαν και Κέρκυραν, τας φίλας γείτονας, διά το αυτάς μέγα σεμνύνεσθαι, επί τοις θείοις και ιεροίς λειψάνοις, Γερασίμου τε καί Σπυρίδωνος, αλλοδαποίς τυγχάνουσιν` αλλ’ εκείνας μεν, προσφιλώς, συγκαλείται, προς φαιδράν πανήγυριν του ιδίου αυτόχθονος` ώσπερ δη καί προσφόρως, την εν Κυκλάσι προσφωνεί Αίγιναν, συν τη πανσέπτω των Στροφάδων Μονή, τη το θείον και ιερόν αυτού σκήνος, ευτυχώς θησαυρισάση, του αξίως ευφημήσαι, και φαιδρώς πανηγυρίσαι, το κοινόν κλέος νυν Διονύσιον», και β΄) Δοξαστικόν των Αίνων του Όρθρου της ιδίας Εορτής: «Εορτήν χαρμόσυνον, εορτάζει σήμερον Ζάκυνθος, ω φιλέορτοι, Ιεράρχου καινού μνήμην τελούσα, Διονυσίου του εξ αυτής ανατείλαντος` και συγκαλείται τας φίλας πόλεις και νήσους, τας γείτονας, Κεφαλληνίαν και Κέρκυραν` την μεν ως εν τοις άλλοις οις κέκτηται, Σπυρίδωνα αυχούσαν τον πολυθαύμαστον, την δε, ως τον θαυματουργόν πλουτούσα νέον Γεράσιμον, συνευφρανθήναι πνευματικώς, και πανηγυρίσαι θεοπρεπώς` μεθ’ων και ημείς ψάλλοντες είπωμεν` ο εν Αγίοις θαυμαστός Κύριος, ταις αυτών ικεσίαις, τα επί γης των Ορθοδόξων συστήματα, εκ παντοίων κινδύνων λύτρωσαι, και της ουρανίου βασιλείας αξίωσον ως Φιλάνθρωπος». Δηλ. το είχαν καημό οι άνθρωποι (στη Ζάκυνθο)` ποιοι θα ήταν εύκολο να αντιδράσουν; Όμως και ο Άγ. Σπυρίδων, οικονομήθησαν ούτω πως τα πράγματα, ώστε να διασαφήσει περίτρανα τη θέση του. Μετά την άφιξη του Ι. Σκηνώματός του στην Κέρκυρα έγιναν μεγάλες προσπάθειες υπό των Βενετών, εχόντων τότε και την κυριαρχία των Επτανήσων, ματαίως βέβαια, μήπως πεισθούν οι Κερκυραίοι για τη μεταφορά του στη Βενετία, οι οποίες επειδή απέτυχαν ελήφθη άλλη απόφαση. Μετά και την εκδίωξη των Τούρκων υπό του Αγίου (11 Αυγούστου 1716) και διά λόγους ευγνωμοσύνης και ευχαριστίας και υπό των παπικών προς τον Άγιο, να κτισθεί Αλτάϊον εντός του Ι. Ναού του στην Κέρκυρα προκειμένου να γίνονται εκεί και παπικές λειτουργίες. Τούτο βέβαια απεφεύχθη διότι μετά από α΄ και β΄ παρότρυνσιν του Αγίου, και ανυπακοή που ακολούθησε, και επιμονή, και συγκέντρωση των υλικών και της μαρμάρινης πλάκας για το εγχείρημα, παρενέβη ο Θεός διά του Αγίου διά φοβερών Σημείων, και εματαίωσε τούτο, και ετιμώρησε, και σαφέστατα κατέδειξε τόσο την αλήθεια της Ορθοδοξίας όσο και την παπική πλάνη. (Βλ. σχετ. το έργον του Αγίου Αθανασίου του Παρίου «Ουρανού Κρίσις» επιγραφόμενον, εις το οποίο υπάρχει εκτενής αναφορά εις τα γεγονότα αυτά, καθώς και εις τα συναξάρια των Ι. Ακολουθιών του Αγίου, όπου εις όλα υπάρχει επίσης σχετική αναφορά).
Και διά να επανέλθουμε εις τα ανωτέρω. Ίσως σε όλη την υμνολογία της Εκκλησίας μας να μην υπάρχει άλλο τροπάριο τόσο ταλαιπωρημένο όσο αυτό (το ανωτέρω αναφερόμενο, δηλ. «Των Ορθοδόξων προστάτην», αρχικά «Της μονής τον προστάτην»). Εις τόσην δυσμένειαν είχε περιέλθει το όνομα του Αγίου μας και τόσον ανεπιθύμητον διά τους μη ειδότας ήτο. Αλλ’ «Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει». «Τω βουλήματι Αυτού τίς ανθέστηκε;»(Ρωμ. Θ΄, 19). Ούτω, καθώς διά θείων επεμβάσεων οσημέραι συνειδητοποιείται εις βάθος η Αγιότης του Αγίου, αλλάζουν τα πάντα και αποκαθίσταται αδιαμφισβητήτως η αλήθεια. Τότε και το Απολυτίκιον του Αγίου μας παίρνει την σημερινήν θριαμβευτικήν του μορφήν. Ούτω αντί «Της μονής τον προστάτην» γράφεται «Των Ορθοδόξων προστάτην», εις το «επαινέσωμεν πιστοί» προστίθεται το «θείον Γεράσιμον». Ο ήχος μετατρέπεται εις α΄, δηλ. μεγαλοπρεπή, πανηγυρικόν, διατονικόν, προξενούντα θείον ενθουσιασμόν από χρωματικός που ήτο, διά τον οποίον ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης λέγει: «Είναι ο ήχος όπου έχει το μέλος ορθόν τε και σύντονον και γενναίον. Όλων των άλλων ήχων ο λαμπρότερος». (Βλ. σχετ. και στίχους Παρακλητικής στο τέλος του α΄ ήχου, καθώς και Γεωργ. Αθανασοπούλου όπ. παρ. σελ. 133).
Όπως όμως προαναφέραμε, η ιστορία επαναλαμβάνεται. Γι’ αυτό και όταν ανεκινήθη το θέμα της ταυτίσεως της Κεφαλληνίας με τη Μελίτη των Πράξεων είχαμε πολλαπλές αντιδράσεις και διά διαφόρους λόγους. (Οι αντιδράσεις αρχικώς ήταν λιγότερο αρνητικές, και πολύ περισσότερο από θετικές έως ενθουσιώδεις διά ποικίλους λόγους είτε ευσεβείας, είτε τοπικιστικούς, είτε ευτελών συμφερόντων και φιλοδοξιών. Όταν όμως συν τη παρόδω του χρόνου η έρευνα κατέδειξε ότι ο Άγιος Σώστης της Πεσσάδας ήταν ο τόπος του ναυαγίου, δηλ. τόπος άγριος, μη εκμεταλλεύσιμος και μη πλησίον στις πόλεις της νήσου, ο ζήλος πολλών εξέλιπε. Συνήντησαν τον ναυαγό Απόστολο στους τραχείς και αφιλόξενους βράχους της Πεσσάδας και τον περιφρόνησαν. Δεν εστάθησαν «τυχεροί» ούτε Αυτός, ούτε αυτοί, να ναυαγήσει δηλ. εις «επιθυμητόν» και «συμφέροντα» τόπον…..). Εκ των εν προβληματισμώ κατά την αρχική εμφάνιση του θέματος, όπως προαναφέραμε, δεν εξαιρείται και ο γράφων, ο οποίος αρχικώς είχε αρκετές επιφυλάξεις. Το πλήθος όμως των πολλών, ετεροκλήτων και αδιασείστων στοιχείων, τα οποία άρχισαν να παρουσιάζονται το ένα μετά το άλλο – όλα σχεδόν έχουν καταγραφεί στους Τόμους των Πρακτικών των Διεθνών Συνεδρίων, που ακολούθησαν για το θέμα αυτό – σε συνδυασμό και με Άνωθεν αδιάψευστες επιβεβαιώσεις, διότι ο Θεός, ως σύνηθες Αυτώ εστίν, ουκ αφήκεν αμάρτυρον (πρβλ. Πράξ. ΙΔ΄, 17) και το θέμα τούτο, μας έχουν δείξει επαρκώς το ακριβές σημείον της προσαράξεως, την διαδρομήν της κολυμβήσεως και το τελικόν σημείον της διασώσεως του πολύτλαντος Αποστόλου εις την ξηράν. Έτσι έμειναν σταθερά αποδεχόμενοι το θέμα: ο περισσότερος κόσμος, ο προσερχόμενος ανιδιοτελώς στην Εκκλησία και γενικά οι πνευματικοί άνθρωποι που δεν απέβλεπαν σε ιδιοτελείς σκοπούς και που δεν διακατείχοντο από αισθήματα ζήλειας και διαφόρων ματαίων υπολογισμών.
Εις το σημείο αυτό θεωρούμε σκόπιμο το να γίνουν κάποιες διευκρινήσεις, προκειμένου να προλάβουμε πιθανές απορίες, οι οποίες ναι μεν δεν έχουμε υπ’ όψιν να έχουν διατυπωθεί δημοσίως μέχρι τούδε, αλλά που από κάποιες ενδείξεις ενδέχεται να υπάρχουν.
Ίσως αναρωτηθεί τις: Θα έχει άραγε από τώρα και στο εξής η Κεφαλληνία δύο πολιούχους Αγίους ; Η απάντησις είναι, όχι. Άλλο ο Απόστολος πού είναι ο Φωτιστής ενός τόπου και ο Ιδρυτής της τοπικής Αποστολικής Εκκλησίας του και άλλο ο και από τον Θεόν και δι’ εμφανών σημείων ωρισμένος προστάτης Άγιος, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, όπως π. χ. ο Απόστολος Ανδρέας, ο οποίος είναι και Φωτιστής και Πολιούχος των Πατρών. Απεναντίας, τα παραδείγματα των περιπτώσεων, κατά τις οποίες Φωτιστής Άγιος και Πολιούχος Άγιος δεν ταυτίζονται, είναι πάμπολλα, χωρίς εννοείται αυτό να σημαίνει ότι ο κάθε τόπος που εφωτίσθη από έναν Άπόστολο αποξενούται από την ευλογία και τις ικεσίες υπέρ του τόπου αυτού υπό του Αποστόλου εκείνου. Αναφέρουμε ενδεικτικώς τέσσερα παραδείγματα. Πρώτον. Θεσσαλονίκη. Η Εκκλησία της Θεσσαλονίκης , ως μαρτυρούν σαφώς οι Πράξεις των Αποστόλων, ιδρύθηκε από τον Απόστολο Παύλο. (Πράξ. ΙΖ΄, 1-10), ο οποίος αργότερα στέλνει και τις δύο προς Θεσσαλονικείς Επιστολές του. Παρ’ όλα αυτά, που είναι από παλαιόθεν γνωστά, Πολιούχος Άγιος της Θεσσαλονίκης καθιερώνεται από πολύ ενωρίς και παραμένει ο Άγιος Δημήτριος. Πολύ αργότερα, ως γνωστόν, (αλλά και πριν και μετά ανεδείχθησαν εν Θεσσαλονίκη πολλοί Άγιοι), ανεδείχθη άλλος επίσης μέγας Άγιος και της Ορθοδοξίας πρόμαχος και διδάσκαλος, ο Αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Κήρυξ της χάριτος. Οι Θεσσαλονικείς ουδόλως ανησύχησαν περί τούτου. Απεναντίας μάλιστα. Και σεμνύνονται δι’ αυτόν, και μεγαλοπρεπή Ναόν επ’ ονόματι αυτού ωκοδόμησαν και μάλιστα καθιέρωσαν αυτόν ως Μητροπολιτικόν Ναόν, και «Θεσσαλονίκης το καύχημα» εις το Απολυτίκιον αυτού αναγράφεται. Πολιούχος Άγιος όμως παραμένει ο Άγιος Δημήτριος και ουδέποτε υπήρξε σκέψις οιασδήποτε μεταβολής. Δεύτερον. Βέροια. Η Εκκλησία της Βεροίας, ως επίσης μαρτυρούν οι Πράξεις, (Πράξ. ΙΖ΄, 10-15), ιδρύθηκε και αυτή από τον Παύλο. Δείκνυται άχρι του νυν το σημείο που ομίλησε στους κατοίκους` τα τελευταία δε χρόνια έχουν καθιερωθεί Παύλειες εκδηλώσεις. Πολιούχος Άγιος όμως είναι ο Άγιος Αντώνιος ο εν Βεροία, του οποίου η μνήμη εορτάζεται στις 17 Ιανουαρίου, την ίδια ημέρα δηλ. που εορτάζεται ο Μέγας Αντώνιος. Τρίτον. Αθήναι. Η Εκκλησία των Αθηνών ιδρύθηκε και αυτή από τον Παύλο (Πράξ ΙΖ΄, 15-34 & ΙΗ΄, 1). Στους στίχους αυτούς γίνεται εκτενής αναφορά σε όλα τα διατρέξαντα, όπως και στους στίχους των παραπάνω παραπομπών, οι οποίοι αναφέρονται στη Θεσσαλονίκη και στη Βέροια. Διασώζεται μάλιστα και ολόκληρη η ομιλία του Παύλου προς τους Αθηναίους. Δείκνυται και εδώ, εις τον Άρειο Πάγο, ο τόπος της ιστορικής εκείνης ομιλίας. Εδώ γίνεται κάθε χρόνο πανηγυρικός Εσπερινός στις 29 Ιουνίου εις ανάμνησιν του γεγονότος. Πολιούχος Άγιος και εις τας Αθήνας δεν είναι ο Παύλος, αλλά ο Άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, εκ των ολίγων που επίστευσαν με το κήρυγμα εκείνο του Παύλου και που εορτάζεται στις 3 Οκτωβρίου. Η 3η Οκτωβρίου είναι ημέρα αργίας για το Δήμο Αθηναίων. Τέταρτον. Περιοχή Γορτύνης της Κρήτης. Στην περιοχή αυτή, σύμφωνα με την παράδοση, έδρασε ιεραποστολικώς ο Παύλος και εγκατέστησε ως Επίσκοπον τον αγαπητό συνεργάτη του Τίτο. Επίσης στους Καλούς Λιμένες, στα νότια της περιοχής Γορτύνης, στάθμευσε για λίγο, όπως αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων, το πλοίο που μετέφερε δέσμιο τον Παύλο στη Ρώμη προκειμένου να δικαστεί, όπως είχε ζητήσει ο ίδιος, από το αυτοκρατορικό δικαστήριο. Στη συνέχεια ακολούθησε το φοβερό εκείνο ταξίδι και το ναυάγιο, όπως λεπτομερώς αναφέρεται επίσης στις Πράξεις των Αποστόλων, το οποίο μετά από 14 ημερονύκτια είχε ως αποτέλεσμα την κατάληξη του Παύλου και των συμπλεόντων με αυτόν σε άλλη νήσο. Παρ’ όλα αυτά Πολιούχος Άγιος της Γορτύνης δεν είναι ο Απόστολος Παύλος, αλλά ο Άγιος Τίτος. Γίνονται όμως σημαντικές εκδηλώσεις στους Καλούς Λιμένες προς τιμήν του Αποστόλου Παύλου εις ανάμνησιν του περάσματός του από εκεί. Ομοίως και εις το Ρήγιον της Ιταλίας, όπου εσχάτως ανηγέρθη μέγας και περίλαμπρος Ορθόδοξος Ναός του Απ. Παύλου για τον ίδιο επίσης λόγο και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ, ενός έτους δηλ. και δύο ημερών (24-9-2009 Θεμελίωσις, 26-9-2010 Εγκαίνια). Ας τα προσέξουμε εμείς αυτά. Εάν εκεί, που στάθμευσε για λίγο ο Απόστολος και υπό καλές συνθήκες, γίνονται τιμητικές εκδηλώσεις, είναι υπερβολή εάν γίνεται και εδώ κάτι ανάλογο και ακόμη περισσότερο, όπου και ευλογημένος τόπος της διασώσεως είναι και όπου παρέμεινε επί τρεις μήνες φέρων το φως της θεογνωσίας στο νησί μας {γι’ αυτό και τα δύο αποκαλυπτικά σημεία στον Άγιο Σώστη Πεσσάδας την ημέρα των Θεοφανείων και την ώρα της Τελετής του Αγιασμού των υδάτων και τις δύο φορές(1986 και 2008), δηλωτικά και του ακριβούς σημείου της διασώσεως και του φωτιστικού έργου του Αποστόλου} και που εθεράπευσε τους ασθενείς μας; (Πράξ. ΚΖ΄ 41-44 και ΚΗ΄ , 8-11).
Ίσως είπει τις, καλά πάντα ταύτα, αλλά ας μετατεθεί το θέμα αυτό εις το μέλλον. Με μίαν όμως τοιαύτην λογικήν ουσιαστικώς παραπέμπουμε αυτό στις καλένδες, δηλ. το αχρηστεύουμε, το ματαιώνουμε, το καταργούμε. Ποιος μας υπόσχεται ότι και οι διάδοχοι των σημερινών «ανησυχούντων» δεν θα έχουν τις ίδιες αντιρρήσεις και επιφυλάξεις; Η των πραγμάτων αλήθεια όμως άλλα υπαγορεύει, διότι και στον επιστημονικό τομέα το θέμα τούτο κερδίζει συνεχώς έδαφος και μάλιστα με μεγάλη ταχύτητα - η αληθής επιστήμη, ως γνωστόν, του Θεού είναι -, και διά θείων σημείων η ιερά αυτή υπόθεσις έχει επιβεβαιωθεί. Τυχόν αντίθεσις ή άρνησίς μας να υπηρετήσωμεν αυτήν ισοδυναμεί με το να υποβάλωμεν τον Πρωτοκορυφαίον Απόστολον εις την δοκιμασίαν, την αποδοκιμασίαν και την απόρριψιν του «ξένου», ως εποιήσαμεν αρχικώς και εις τον Άγιόν μας, και η ιστορία επαναλαμβάνεται. Αντίστασις δεν υπήρξε στο νησί μας όταν πρωτοκαθιερώθηκε ο εορτασμός του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού; (Ηλ. Τσιτσέλη «Κεφαλληνιακά Σύμμικτα» Τόμ. Β΄, σελ. 135-136). Αλλά και με την υποψηφιότητα του Αγίου Διονυσίου διά τον επισκοπικόν θρόνον Κεφαλληνίας και Ζακύνθου δυστυχώς η ιδία νοοτροπία δεν επεκράτησε; Και η αντίδρασις των τότε δεν εματαίωσε την ανάρρησιν εις τον θρόνον αυτόν ενός τόσον μεγάλου Αγίου; Θα είναι μέγας παραλογισμός και μεγίστη ασέβεια εάν φερθούμε έτσι για άλλη μία φορά. Θα ισοδυναμεί με το να επαναρρίπτωμεν τον Απόστολον εις την θάλασσαν στέλνοντάς τον από κει που ήρθε, κατά το κοινώς λεγόμενον. Εν τοιαύτη περιπτώσει θα ενθυμίζουμε τους Εβραίους της εποχής του Χριστού, οι οποίοι κατά πλειοψηφίαν δεν ανεγνώριζαν τον Χριστόν, αλλά απεναντίας επολέμουν Αυτόν λέγοντες, «…ημείς δε του Μωυσέως εσμέν μαθηταί. Ημείς οίδαμεν ότι Μωυσή λελάληκεν ο Θεός, τούτον δε ουκ οίδαμεν πόθεν εστίν» (Ιω. Θ΄ 28, 29) κλπ., ή, θα ενθυμίζουμε επίσης, την περίπτωση την αναφερομένη στις Πράξεις (ΙΔ΄, 1,2), κατά την οποία ενώ στο Ικόνιο οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας έφεραν στη Χριστιανική πίστη «Ιουδαίων τε και Ελλήνων πολύ πλήθος, οι απειθούντες Ιουδαίοι επήγειραν και εκάκωσαν τας ψυχάς των εθνών κατά των αδελφών», δηλ. των Χριστιανων, και τούτο συνέβη εις πολλούς τόπους. Η αρχαία Κεφαλλονιά όμως δεν φέρθηκε έτσι, αλλ’ απεναντίας περιέθαλψε τον Παύλο και όλους τους ναυαγούς και τους φιλοξένησε και όταν επρόκειτο να φύγουν τους επρομήθευσε όσα θα εχρειάζοντο για το ταξίδι. (Πράξ. ΚΗ΄, 1,7,10). Στο σημείο αυτό είναι άξιο παρατηρήσεως και τούτο: Στους περισσότερους τόπους, ή μάλλον σε όλους τους τόπους από τους οποίους πέρασε ο Παύλος ηγέρθησαν διωγμοί εναντίον του είτε εξ Ιουδαίων είτε εξ εθνικών είτε εξ αμφοτέρων (Δαμασκός, Ιερουσαλήμ, Αντιόχεια, Έφεσος, Αντιόχεια Πισιδίας, Ικόνιο, Λύστρα, Φίλιπποι, Θεσσαλονίκη, Βέροια, Αθήναι - ενδοιασμοί, περιφρόνηση, απιστία πλην ελαχίστων περιπτώσεων -, Κόρινθος και όχι μόνον, Ρώμη-Μαρτυρικόν τέλος-). Αντίθετα στην Κεφαλληνία έτυχε μαζί και με όλους τους συμπλέοντας, 276 το σύνολον, «ου της τυχούσης φιλανθρωπίας», και συμπληρώνει ο Ευαγγελ. Λουκάς «οί και πολλαίς τιμαίς ετίμησαν ημάς και αναγομένοις επέθεντο τα προς την χρείαν». Παρόμοια συμπεριφορά και ανθρωπιά και φιλοξενία δεν αναγράφεται να συνέβη σε κανέναν από τους αναρίθμητους τόπους που περιήλθε ο Παύλος. Να μην είναι άραγε οι «Μεγάθυμοι Κεφαλλήνες», όπως τους εχαρακτήρισε ο Όμηρος αρκετούς αιώνες πριν; Σήμερα φαίνεται να διαγράφονται κάποιες προοπτικές που είναι ανησυχητικές και δεν μας τιμούν, αλλά απεναντίας ως Κεφαλληνίαν μας εκθέτουν. Θέλουμε να πιστεύουμε και να ελπίζουμε ότι αποτελούν κάποια πολύ ολίγα και μεμονωμένα και τελείως παροδικά φαινόμενα, τα οποία πολύ γρήγορα θα εκλείψουν. Δηλ. ο πολύτλας (πολύπαθος παρ’ Ομήρω) Απόστολος, ενώ στην αρχαιότητα σχεδόν παντού ανηλεώς διώκεται με λαμπράν την εξαίρεσιν της Κεφαλληνίας, αντιθέτως σήμερα παντού τιμάται και γεραίρεται πολυτρόπως σε όλον ανεξαιρέτως τον Χριστιανικόν κόσμον και όχι μόνον, όπως και εις την Κεφαλληνίαν δεόντως τιμάται, με μοναδικήν όμως εξαίρεσιν τα παραπάνω αμυδρώς διαφαινόμενα. Δηλ. σε περίπτωση γενίκευσης αυτών και σε αντίθεση με την αρχαία Κεφαλληνία θα τιμάται πλέον τώρα παντού ο Απόστολος και θα αποπέμπεται μόνο από τη σημερινή Κεφαλληνία! Θα είναι λοιπόν ευχαριστημένος ο Άγιός μας από μίαν τοιαύτην εξέλιξιν; Άπαγε της βλασφημίας. Και τι πρέπει να γίνει; Ασφαλώς χειρισμός του θέματος μετά δ ι α κ ρ ί σ ε ω ς. Και τούτο είναι το άριστον. Ουδείς Άγιος πρέπει να αδικηθεί, αλλά να αποδίδονται τα δέοντα, εις τον μεν ως Προστάτην και Πολιούχον της Νήσου ταύτης υπό του Θεού δι’ αναμφισβητήτων σημείων ωρισμένον, και απλανή οδηγόν υπ’ Αυτού τεθέντα διά την ποίμνην ταύτην και όχι μόνον. Ως Εκείνον ο οποίος εστήριξε την Ορθοδοξίαν και έτι ζων εν τω κόσμω, αλλά και μετά πότμον, επιδρώντας εις όλην την δυτικήν εσχατιάν, την πλέον δηλ. επικίνδυνον ακρώρειαν της Ορθοδοξίας, και όχι μόνον, αποτελών ομού και μετά των δύο άλλων Αγίων των Επτανήσων Σπυρίδωνος και Διονυσίου, εις δεινήν διά την Ορθοδοξίαν περίοδον, τείχος ισχυρότατον αυτής κατά της ποικιλωνύμου πλάνης και συγχύσεως της Δύσεως, στηριζομένης υπό της τότε δυτικοκρατίας (σε σημείο, και εντός του δικαίου, που οι Τρεις Άγιοι της Επτανήσου, κατά την συνήθη έκφραση, να συναποτελούν στοιχεία ταυτόσημα με τα Εφτά Νησιά, καθώς οι κάτοικοί τους έχουν, απόλυτα δικαιολογημένα, υπέρτατο σέβας προς Αυτούς και απολαμβάνουν εξ αυτών κοινά βιώματα και κοινές εμπειρίες). Και εις τον δε, ως τον Πρωτοκορυφαίον Απόστολον, ο οποίος διεσώθη αυτόθι από το φοβερό εκείνο ναυάγιο και έφερε εις τα ζοφερά εκείνα χρόνια το φώς της αληθούς θεογνωσίας, απαλλάξας την Νήσον ταύτην από την άγνοιαν και τον παγανισμόν, εις την δυσκολοτάτην δηλ. περίοδον της ειδωλολατρίας και της συστρατευομένης με αυτήν παλαιοτέρας εκείνης δυτικοκρατίας. Συμπερασματικώς λοιπόν, όπως βλέπουμε, το ένα θέμα σαφώς δεν αναιρεί ούτε μειώνει το άλλο. Απεναντίας ο Άγιός μας συνεχίζει το έργο του Πρωτοκορυφαίου και ακολουθεί επακριβώς την οδόν, την οποίαν Εκείνος υπέδειξε και πιστώς ηκολούθησε. Ουσιαστικώς δηλ. και οι δύο Άγιοι ποιούν εν τη Νήσω πνευματικό έργο ίσης αξίας, αφού ο ένας απεδίωξε την ειδωλολατρία και έφερε σ’ αυτήν το φως της αληθείας και της γνώσεως, και ο έτερος έδειξε εναργώς πόση η σύγχυση της Δύσεως, πόση η αλλοίωση και νόθευση, που είχε υποστεί ο Χριστιανισμός και οποία η χάρις και η αλήθεια της Ορθοδοξίας. Κατά την Επιστημονική Ημερίδα της 17ης Αυγούστου 2009, η οποία έγινε εις τα πλαίσια του εορτασμού της Διπλής Επετείου, λόγω της συμπληρώσεως κατά το έτος αυτό 1950 ετών από της Διασώσεως του Αποστόλου Παύλου και 500 ετών από της Γεννήσεως του Πολιούχου μας Αγίου Γερασίμου, εις την εμπεριστατωμένη εισήγησή του ο Καθηγητής π. Γεώργιος Μεταλληνός αναφέρεται διεξοδικώς εις αυτόν τον παραλληλισμό θεωρώντας ότι ο Άγιός μας ενήργησε ως Νέος Παύλος. Και τούτο εκτός της εισηγήσεώς του αναφέρει και εις την προσφώνησή του προς τους Ευρωπαίους, οι οποίοι κατά το ίδιο έτος λίγο μετά το Συνέδριο επισκέφθηκαν την Νήσον μας αντί της Μάλτας εις τα πλαίσια επίσης του εορτασμού της Επετείου της Διασώσεως του Απ. Παύλου.(Βλ. σχετ. Τόμον Πρακτικών της ανωτέρω Ημερίδος σελ. 101 και 143 αντιστοίχως). Επομένως δυνάμεθα να καλλιεργούμε το νεοφανές για εμάς τους νεωτέρους τούτο θέμα -δηλ. της εν Κεφαλληνία διασώσεως του Αποστόλου- ως ήδη πράττουμε, άνευ του περί αδικίας φόβου, αρκεί τούτο να γίνεται μετά συνέσεως και διακρίσεως. Και διά το νησί μας ο όρος νεοφανής δεν είναι ούτε άγνωστος ούτε ανοίκειος δια να τον φοβούμεθα. Νεοφανείς ονομάζονται στο Πρακτικό της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας το 1264 οι Άγιοι Φανέντες της Σάμης. Νεοφανής ονομάζεται ο Άγιός μας άχρι του νυν εις την υμνολογίαν και εις το συναξάριον αυτού. Νεοφανής είναι και ο ως άνω αναφερθείς Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός και περισσότερο νεοφανής η υμνογραφία, η αναφερομένη εις αυτόν, που και δι’ αυτήν υπήρξαν αντιδράσεις. Νεοφανές δι΄ ημάς τους νεωτέρους, όπως προαναφέραμε, είναι και το θέμα περί του ναυαγίου του Αποστόλου Παύλου. Διατί να θέσουμε εν διωγμώ τούτο; Είναι απαραίτητο για τούτο το νησί το να τίθεται εν διωγμώ κάθε τι το νεοφανές; Διότι πλην της περιπτώσεως των Αγίων Φανέντων, θέμα για το οποίο δεν είναι πολλά πράγματα γνωστά και δεν γνωρίζουμε αν και δι’ εκείνους υπήρξαν αντιδράσεις, αυτό έγινε. Επομένως οφείλουμε να συνεχίσουμε την καλλιέργεια αυτού-του περί Απ. Παύλου δηλ.- μη επιτρέποντες την παράδοσιν αυτού εις την λήθην, ως δυστυχώς συνέβη είς τινας προγενεστέρας εποχάς. Άλλωστε ας μη μας διαφεύγει και τούτο, ότι δηλ. οι Άγιοι δεν έχουν φραγμούς και σύνορα, όπως αυτά που περιορίζουν τη δική μας ζωή. Και είναι παγκοίνως γνωστόν ότι, με το να είναι ένας Άγιος, Πολιούχος ενός τόπου, τούτο δεν δημιουργεί πρόσκομμα να σπεύσει εις βοήθειαν και σε άλλον τόπο που τον επικαλούνται και τον ευλαβούνται ή που κτίζουν ναόν προς τιμήν του κλπ., ούτε κακοφαίνεται εις κανέναν Πολιούχο Άγιο εάν άλλος Άγιος βοηθήσει εις τον δικό του τόπο. Οι Άγιοι ως γνωστόν βοηθούν χωρίς να κάνουν διακρίσεις και όλοι ενεργούν για τη δόξα του Θεού και τη βοήθεια των ανθρώπων, ανάλογα όμως, και όπως πάνω από όλα ορίζει και ρυθμίζει ο ών επί πάντων Θεός. Γι’ αυτό σε κάθε τόπο ταυτοχρόνως υπάρχει και ο Πολιούχος Άγιος, αλλά και πλείστοι όσοι άλλοι ι. ναοί και σεβάσματα με εορτές, λιτανείες και λοιπές εκδηλώσεις που όλα αυτά συντελούν εις την τιμήν και πολλών άλλων Αγίων. Ας ενθυμηθούμε μόνο δύο παραδείγματα από τα πάμπολλα που υπάρχουν, όπως αυτά της Θεσσαλονίκης και της Κορινθίας. Οι εκκλησίες και των δύο περιοχών ιδρύθηκαν από τον Παύλο. Πόσοι Άγιοι ανεδείχθησαν και στις δύο αυτές περιοχές ή σχετίστηκαν με αυτές από τότε μέχρι σήμερα; Πόσοι Ναοί και Ι. Σεβάσματα και Ι. Μονές υπάρχουν σ’ αυτές χωρίς να υπάρχει κανένα απολύτως πρόβλημα;
Και διά να επανέλθουμε εις το προηγούμενο. Είναι επομένως και ορθό και δίκαιο να υπάρξει καλλιέργεια και εις το θέμα του Απ. Παύλου, μετά μάλιστα και την ενδελεχή έρευνα που προηγήθηκε με πολλή σοβαρότητα και υπευθυνότητα χωρίς τυμπανοκρουσίες και θριαμβολογίες επί 25 πλέον συναπτά έτη. (Τώρα-2016- τα έτη είναι 29). Δεν είναι καθόλου εύκολο να αναφερθούμε στο μικρό αυτό πονημάτιο σε όσα έγιναν, διότι και πάρα πολλά είναι και όλα ευτυχώς είναι καταγεγραμμένα και εκδεδομένα από την Ιερά μας Μητρόπολη.
Μερικές ακόμη Σημειώσεις:
Α΄. Ακόμη και η διαδρομή των δύο Αγίων μέχρι το νησί μας είναι περίπου ίδια. Έτσι ο Απ. Παύλος: Ιεροσόλυμα, υπόπλευσις Μ. Ασίας, υπόπλευσις Κύπρου, Κρήτη, Νότια Κεφαλληνία (Πεσσάδα). Και
Ο Άγιος Γεράσιμος: Ιεροσόλυμα, Κύπρος, Κρήτη, Ζάκυνθος, Νότια Κεφαλληνία (Μαυράτα).
Β΄. Πολύ ευνόησε την όλη υπόθεση το ότι απ’ αρχής ήταν εμφανής η αλήθεια του θέματος σε σημείο ώστε, και τα τροπάρια, τα οποία συνέθεσε και επαρουσίασε κατά το Α΄ Διεθνές Συνέδριο (1993) ο πρ. Μητροπολίτης Πατρών κυρός Νικόδημος έγιναν αμέσως αποδεκτά και αμέσως χρησιμοποιήθηκαν και καθιερώθηκαν, και ακόμη το ότι ο Ι. Κλήρος της Νήσου ακολουθώντας το παράδειγμα του Σεβ/του Μητροπολίτου μας, εις το θέμα της μνημονεύσεως των Αγίων κατά την Ευλογία των Άρτων, κατά το «Σωσον, ο Θεός, τον λαόν σου» (Όρθρος και Παρακλήσεις) και κατά την Απόλυση των Ι. Ακολουθιών, μνημόνευε απ’ αρχής επίσης τον Απ. Παύλο ως Ιδρυτή της Εκκλησίας της Νήσου ημών. Η καθιέρωσις αυτή πήρε ακόμη επισημότερο χαρακτήρα μετά το Δ΄ και Καταληκτικό Συνέδριο που έγινε το 2005, όταν ο Σεβ. Μητροπολίτης μας απέστειλε την υπ’ αριθ. 948/26-8-2005 Εγκύκλιο προς τις Ενορίες, τις Μονές και τις Αρχές της Νήσου, όπου εις αυτήν αναφέρει ότι είναι πλέον εις την ευχάριστη θέση να ανακοινώσει ότι από τούδε και εις το εξής εις κάθε ακολουθία θα μνημονεύεται ο Απ. Παύλος ως Ιδρυτής της Εκκλησίας της Νήσου ημών. Ευτυχώς, η φιλοτιμία και ευθυκρισία των Ιερέων μας, ο σεβασμός τους προς τον Πρωτοκορυφαίο Απόστολο και η εκτίμησή τους προς το μεγάλο αυτό θέμα, με τη μνημόνευση αυτή κρατούν ζωντανή την ανάμνηση του θέματος αυτού.
Γ΄. Και πάλι περί του όρου Μελίτη. Στην αρχική γραφή του παρόντος και στο σημείο αυτό είχαμε αναφορά περί του όρου Μελίτη, την οποία αφού αναπτύξαμε πολύ εκτενέστερα, εχρησιμοποιήσαμε αυτήν ως μέρος της ανακοινώσεώς μας κατά το ΣΤ΄Συνέδριο. (Βλ. σχετ. Πρακτικά του ΣΤ΄ Συνεδρίου-2013-, σελ. 38-51. Τα Πρακτικά αυτά δημοσιεύονται και στο Site: www.ap-pavlos-pessada.gr) .
Δ΄. Αρκετά χρόνια μετά την εμφάνιση του θέματος «Κεφαλληνία-Μελίτη» βλέπουμε να εκδηλώνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην περιοχή των Καλών Λιμένων της Κρήτης με καθιέρωση ιδιαιτέρων ακολουθιών ( νέα υμνογραφία: προσθήκη ύμνων για τον εορτασμό της 29ης Ιουνίου, Χαιρετισμοί, Παρακλητικός Κανόνας, Απολυτίκιο-Κοντάκιο-Μεγαλυνάριο ξεχωριστά για τον Απ. Παύλο, Ευαγγελ. Λουκά και Απ. Αρίσταρχο). Τούτο το τελευταίο, εκ των εντός της παρενθέσεως, ίσως έγινε κατά μίμησιν του υμνογραφικού έργου για το ίδιο θέμα του Αειμνήστου πρώην Μητροπολίτου Πατρών κυρού Νικοδήμου , ο οποίος το 1993 εξ αφορμής του Α΄ Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου, που έγινε 6 έτη μετά την αρχική ανακοίνωση του Dr. HeinzWarneckeκαι μετά από πολλή μελέτη επί του θέματος, είχε συνθέσει Απολυτίκιο, Κοντάκιο και Μεγαλυνάριο προς τιμήν του Απ. Παύλου και εις ανάμνησιν της εν Κεφαλληνία διασώσεως αυτού. Θα εχαιρόμεθα δε ιδιαίτερα εάν επληροφορούμεθα ότι η ανακίνησις του θέματος αυτού εν Κεφαλληνία απετέλεσε αφορμή ιδιαίτερης μνείας αυτού και εις τους Καλούς Λιμένας. Πέρυσι επίσης, 24 Σεπτεμβρίου 2009, εθεμελιώθη Ορθόδοξος μεγαλοπρεπής Ναός του Απ. Παύλου εις το Ρήγιο της Ιταλίας, εις ανάμνησιν του από εκεί περάσματός του κατά το ίδιο ταξίδι-και εκεί υπήρχαν παλαιά ερείπια αρχαίου Ναού, όπως και εδώ και για τον ίδιο λόγο- δεσπόζων ήδη κεντρικής πλατείας της πόλεως, και φέτο 26 Σεπτεμβρίου 2010, μετά δηλ. την αποπεράτωσή του που συνετελέσθη όπως παρατηρούμε σε ένα έτος και δύο ημέρες, έγιναν με ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια τα Εγκαίνια αυτού. Ίσως και είθε και αυτή η εξέλιξις να οφείλεται εις τον ίδιο λόγο, εις την ανακίνησιν δηλ. του θέματος αυτού εν Κεφαλληνία.
Ε΄. Την Κυριακήν του Θωμά (1964) και εις τον μικρόν Ι. Ναόν της Ι. Μονής του Αγίου μας-ακόμη δεν είχε αρχίσει η κατασκευή του μεγάλου Ναού-, ο τότε Μητροπολίτης Κεφαλληνίας κυρός Ιερόθεος Βουής εις το κήρυγμά του κατά την Θείαν Λειτουργίαν ανεφέρθη και εις τον εορτασμόν του Αγίου κατ’ εκείνην την ημέρα. Εθεώρησα πολύ σημαντικόν το να καταγράψω τούτο, ό,τι δηλ. ενθυμούμαι από αυτήν την αναφορά του αοιδίμου Ιεράρχου, τόσον διά το σημαίνον του προσώπου και της αναφοράς, όσον δε και αφού ουδέποτε, πλην αυτής της περιπτώσεως, ήκουσα να γίνεται κάποια ανάλογος μνεία, ούτε ανέγνωσα ποτέ τίποτε σχετικό.
Όπως λοιπόν εξήγησε, και σύμφωνα με υπολογισμό που έκανε ο ίδιος, θεωρούσε ότι, ο εορτασμός αυτός (της Κυριακής του Θωμά διά τον Άγιόν μας) γίνεται εις ανάμνησιν της δευτέρας Ανακομιδής του Ι. Λειψάνου του Αγίου μας. Ανεφέρθη μάλιστα λεπτομερώς στην α΄ Ανακομιδή, η οποία έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 1581, στα θαύματα που συνέβησαν κατ’ αυτήν, ιάσεις δηλ. δαιμονιζομένων και άλλα ακόμη, αλλά και στις αντιδράσεις των ετεροδόξων επειδή δήθεν δεν είχε συμπληρωθεί ο απαιτούμενος χρόνος παραμονής του Ι. Λειψάνου εις την γήν. Τούτο είχε ως συνέπειαν ο Πατριαρχικός Έξαρχος, Μητροπολίτης Φιλαδελφείας Γαβριήλ, να αποφασίσει την εκ νέου ταφήν του Ι. Λειψάνου για να αποδειχθεί περίτρανα η Αγιότης του Αγίου. Συνεπέρανε μάλιστα ο ομιλών Ιεράρχης ότι, η αναφερομένη στο μαρτυρικό Γράμμα προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη για την επίσημη ανακήρυξη της Αγιότητος του Αγίου διορία του Φιλαδελφείας Γαβριήλ, θα ήταν μέχρι το Πάσχα του 1582, οπότε οι εδώ, λόγω σεβασμού προς την μεγάλην εκείνην ημέραν, ερμηνεύοντες και το πνεύμα του Φιλαδελφείας, ορίσαντος, ως υπέθετε, το Πάσχα ως όριον, απεφάσισαν να γίνει η β΄ Ανακομιδή την Κυριακή του Θωμά. Και πάλιν το Άγιον Σκήνωμα ευρέθη όπως και κατά την α΄ Ανακομιδήν άφθαρτον, αναλλοίωτον και ευωδιάζον και πάλιν νέα θαύματα ετελέσθησαν, όπως και κατά την α΄. Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα να σταματήσει κάθε αντίδραση και να διακηρύσσεται περίτρανα παντού η Αγιότης του Αγίου. Εις ανάμνησιν δε αυτού του θριαμβευτικού γεγονότος και προς διακήρυξιν της αληθείας της Ορθοδοξίας, αλλά και προς αγιασμόν των πιστών και της φύσεως, όπως είπε, ωρίσθη κατ’ αυτήν την ημέρα να γίνεται και η πλέον μεγάλη Λιτανεία από όλες τις άλλες, των άλλων δηλ. Εορτών του Αγίου μας. Έτσι κατ’ αυτήν την Εορτή το Ι. Σκήνωμα λιτανεύεται και μέχρι το Πηγάδι με τον Πλάτανο, και στα Αλώνια του Αγίου. Βέβαια για να συμπληρώνονται την Κυριακή του Θωμά, του έτους 1582, «χρόνοι δύο και μήνες οκτώ» συνολικής παραμονής του Ι. Λειψάνου εν τη γη, σύμφωνα με το ανωτέρω μαρτυρικό Γράμμα, πρέπει η ταφή μετά την α΄ Ανακομιδήν να έγινε μετά πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αν το διάστημα αυτό ήταν μεγαλύτερο- είναι δική μου υπόθεσις αυτή-, τότε η β΄ Ανακομιδή πρέπει να έγινε αργότερα, και ο συνδυασμός του εορτασμού με την Ανάσταση του Κυρίου και την Κυριακή του Θωμά να έγινε διά τους εξής λόγους, που είτε έγινε την Κυριακή του Θωμά, είτε αργότερα, οι λόγοι αυτοί ισχύουν: Η απιστία του Θωμά έγινε αφορμή στερεώσεως της πίστεως και για τον Θωμά και για τους Χριστιανούς όλων των εφ’ εξής αιώνων. Αλλά και η β΄Ανακομιδή του Ι. Λειψάνου του Αγίου μας έγινε αφορμή στερεώσεως της πίστεως και εις την Αγιότητα του Αγίου μας και εις την Αλήθεια της Ορθοδοξίας. Επίσης, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η αφθαρσία των Ι. Σκηνωμάτων των Αγίων είναι προανάκρουσμα και πρόγευσις της κοινής αναστάσεως και της δόξης, την οποία θα έχουν οι Άγιοι εις τον μέλλοντα αιώνα. Ο Χριστός δε, εγερθείς εκ νεκρών «απαρχή των κεκοιμημένων εγένετο». Αυτός και ο λόγος, που εις την κορυφή του μονίμου καλλιτεχνικού σκιαδίου άνωθεν του Ι. Σκηνώματος, όταν τίθεται στη νοτία πύλη του Ιερού του μικρού Ναού, είναι φιλοτεχνημένος ο ανιστάμενος Χριστός. Δηλ. είναι άκρως δικαιολογημένος ο συνδυασμός εορτασμού Αγίου έχοντος άφθαρτο Ι. Σκήνωμα με την Ανάσταση του Χριστού.
Όπως φαίνεται, δεν ήταν δυστυχώς δυνατό να αποφευχθεί η β΄ αυτή ταφή, διότι οι αντιδράσεις, όπως όλα δείχνουν, ήταν οξύτατες, βλάσφημες και συκοφαντικές και για την Ορθοδοξία και για την Αγιότητα του Αγίου και ως εκ τούτου ήταν αδήριτος η ανάγκη να αποδειχθεί η αλήθεια του πράγματος, που τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα τη ματαίωση των αντιδράσεων αυτών, όπως και έγινε. Εις το σημείο αυτό ο ομιλών Ιεράρχης, διά να επανέλθουμε εις τα προηγούμενα, έδωσε έμφαση στη θλίψη που οπωσδήποτε δημιούργησε στους προπάτορές μας, ως είπε, το γεγονός της β΄ ταφής, αλλά και στη χαρά που τους προκάλεσε επίσης η β΄ Ανακομιδή, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την περίτρανη απόδειξη της Αγιότητος του Αγίου.
ΣΤ΄. Και άλλες επισημάνσεις περί την Τοπική Αγιολογία.
Εντύπωση προξενεί το γεγονός ότι σε όλα τα επί μέρους θέματα της Τοπικής μας Αγιολογίας υπήρξε ιδιαίτερη πρόοδος και εξέλιξις κατά τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Έτσι κατά τη δεκαετία του 1970, επί Αρχιερατείας του τότε Μητροπολίτου κυρού Προκοπίου, ανεκινήθηκαν και εμελετήθηκαν τα θέματα των Οσίων Ανθίμου του Κουρούκλη, πολιούχου Αστυπαλαίας, και Παναγή (Παϊσίου) του Μπασιά, εγνωσμένων Αγίων υπό των κοινωνιών εις τας οποίας εβίωσαν. Η μελέτη των θεμάτων αυτών μαζί με τις σχετικές ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα την επίσημη αναγνώριση των δύο αυτών ιερών προσώπων από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο ως Αγίων της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Επίσης κατά την επόμενη δεκαετία, δηλ. του 1980, και συγκεκριμένα το 1987, και επί Αρχιερατείας του έως και σήμερον Σεβ/του Μητροπολίτου Κεφαλληνίας κ. κ. Σπυρίδωνος, ενεφανίσθη το σπουδαιότατο θέμα της ταυτίσεως της Κεφαλληνίας με τη Μελίτη των Πράξεων (Πράξ. ΚΖ΄, ΚΗ΄). Έκτοτε ξεκίνησε μεγάλη ερευνητική προσπάθεια, όπου σπουδαιότατο ρόλο έπαιξαν τα έξι Διεθνή Επιστημονικά Συνέδρια, που ακολούθησαν (1993, 1996, 1999, 2005, 2009 και 2013), δηλ. τρία κατά την επόμενη δεκαετία (του 1990), δύο κατά την επόμενη από το 2000 και ένα κατά την μεθεπόμενη από το 2000. Ήδη το θέμα αυτό έχει πολύ προοδεύσει και συνεχώς κερδίζει έδαφος σε όλον τον κόσμο.
Ακόμη κατά την πρώτη δεκαετία από το 2000 εμελετήθηκε ιδιαίτερα το θέμα των Αγίων Φανέντων της Σάμης, και τούτο είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν οι Άγιοι πολύ ευρύτερα γνωστοί.
Δεν είναι καθόλου εύκολο να ερμηνεύσει κανείς τις Θείες βουλές, απλώς μόνο εικάζει – και τούτο πάλι με πολλά ερωτηματικά – καθώς προβληματίζεται, εάν βαδίζει σωστά συμβάλλοντας σε κάποια πράγματα που παρουσιάζονται στην πορεία της ζωής του, και που μια που είναι ολοφάνερο ότι είναι αληθινά, θεωρεί αδικία και ασέβεια κατά της αληθείας εάν τα αποσιωπήσει και δεν τα παρουσιάσει ή δεν τα βοηθήσει. Εκ παραλλήλου όμως σημειώνει και κάποια ερωτηματικά θέτοντας αυτά στην κρίση των αρμοδίων εκκλησιαστικών παραγόντων` οικείου Ιεράρχου, πνευματικών, αλλά και ειδικών επιστημόνων εάν οι περιπτώσεις έχουν και επιστημονική χροιά. Και συνεχίζουμε σχετικά με την Τοπική Αγιολογία. Παρατηρούμε στα Επτάνησα ότι κατά την μακρά περίοδο της δυτικοκρατίας σε αυτά, όταν πλέον υπήρχαν μοναδικές συνθήκες για την αλλοίωση και τη νόθευση της Ορθοδοξίας και εδώ, και μέσω των νησιών μας σε όλον τον Ελλαδικό χώρο και όχι μόνον, έρχεται το Ι. Σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα, λίγο μετά φθάνει ο Άγιος Γεράσιμος στη Ζάκυνθο και από εκεί στην Κεφαλληνία, και μετ’ ου πολύ αναδεικνύεται ο Άγιος Διονύσιος στη Ζάκυνθο. Τα τρία αυτά ιερά πρόσωπα δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο Άγιος Σπυρίδων και διά της σοφίας των λόγων του και διά της θαυματουργίας αντιμετώπισε τον Άρειο, και είναι Άγιος προ του σχίσματος, δηλ. κατά την περίοδο της αρχαίας και αδιαιρέτου Εκκλησίας. Οι δύο άλλοι Άγιοι έζησαν και ηγίασαν μετά το σχίσμα και παρέμειναν άφθαρτα τα Ι. Σκηνώματα Αυτών – τρανή απόδειξις ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία αποτελεί το παραμένον ανόθευτο κομμάτι της αρχαίας Εκκλησίας. Έτσι οι Τρεις Άγιοι, όπως αναφέραμε και στα παραπάνω, απετέλεσαν τείχος εναντίον των ποικιλωνύμων αιρέσεων και της εν γένει συγχύσεως της Δύσεως. Είναι δυνατόν να θεωρήσει κανείς τυχαία και απλώς συμπτωματική και όχι θεόθεν αυτήν την συγκυρία; Συν τοις άλλοις δε, οι Τρεις Άγιοι απετέλεσαν και την κορωνίδα των κοινών πολιτισμικών γνωρισμάτων των Επτανήσων και συνετέλεσαν βαθύτατα στη δημιουργία της κοινής πολιτιστικής επτανησιακής συνείδησης και παράδοσης των τελευταίων 5 – 6 αιώνων. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να μην τιμώνται οι προγενέστεροι και οι μεταγενέστεροι Άγιοι που σχετίζονται με τα Ιόνια νησιά. Ας μη μας διαφεύγει ακόμη ότι και κατά την πρωτοχριστιανική εποχή είχαν πάλι κοινά σημεία τα νησιά μας.
Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η μνημόνευσις των τοπικών μας Αγίων κατά τις ιερές ακολουθίες γίνεται κατά ορθότατον τρόπον και σύμφωνα με την επίσης ορθοτάτην Αγιοκατάταξιν αυτών.
Ευτυχώς η φιλοτιμία των Ιερέων μας, όπως προαναφέραμε και για το θέμα της μνημονεύσεως του Απ. Παύλου, αλλά και η ευλάβεια αυτών προς τους Αγίους οι οποίοι συνδέονται με τον τόπο μας, έχουν ως αποτέλεσμα την καθ’ όλες τις ιερές ακολουθίες μνημόνευση αυτών.
Ένα σημείο που νομίζουμε ότι πρέπει να διευκρινισθεί είναι το εξής. Υπάρχει η απορία σε μερικούς εκ των Ιερέων μας, σύμφωνα με την οποία, εάν κατά την μνημόνευση του Απ. Παύλου δεν προηγείται η μνημόνευσις του Απ. Πέτρου μήπως δημιουργείται παρασάλευσις της τάξεως που έχει ορίσει η Εκκλησία; Εις τούτο έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής. Οι Απόστολοι μνημονεύονται αμέσως μετά τον Πρόδρομο. «Ικεσίαις του Τιμίου, ενδόξου, προφήτου, Προδρόμου, και Βαπτιστού Ιωάννου, των Αγίων ενδόξων και πανευφήμων Αποστόλων». Μέσα σε αυτή τη μνημόνευση υπονοείται ολόκληρη η χορεία των Αποστόλων όπως τους έχει κατατάξει η Εκκλησία. Δηλ. πρώτοι οι Δώδεκα με προεξέχοντες τους Πρωτοκορυφαίους Πέτρο και Παύλο, ακολουθούν οι Εβδομήκοντα καθώς και οι λοιποί Απόστολοι, χωρίς να αναφέρονται επί μέρους ονόματα πλην των περιπτώσεων μνημονεύσεως τινών Αγίων Αποστόλων τοπικώς σχετιζομένων. Επομένως μνημονεύοντες τον Παύλο και τον Ανδρέα από πλευράς Τοπικής Αγιολογίας ουδόλως υπονοούμεν αλλοίωσιν της Αγιοκατατάξεως των Αποστόλων, όπως έχει ορίσει αυτήν η Εκκλησία. Η ιδιαίτερη μνεία γίνεται μόνον για υπόμνηση της σύνδεσης του Τόπου με τους εν λόγω Αποστόλους, τις υποχρεώσεις του Τόπου προς αυτούς, τις εξ αυτών ευλογίες και την αίτηση των πρεσβειών τους. Άλλωστε πάντοτε υπήρχαν στην Εκκλησία και υπάρχουν, και ναοί αφιερωμένοι εις μόνον τον Πέτρον ή εις μόνον τον Παύλον χωρίς κανένα πρόβλημα. Επί τη ευκαιρία να επισημάνουμε ότι είναι διαφορετική η σημασία του κοινού εορτασμού της Μνήμης αυτών και η κοινή εξεικόνισις αυτών σε πολλές περιπτώσεις, και ότι αυτά (κοινός δηλ. εορτασμός και κοινή εξεικόνισις) άλλα υποδηλώνουν, που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν, κυρίως όμως την ενότητα της Εκκλησίας.
Ζ΄. Το περασμένο καλοκαίρι (2015) μου έγινε τηλεφώνημα από γνωστό και αγαπητό κατά τα άλλα εις εμέ συμπολίτη μας για κάποιες εξηγήσεις στην εξής απορία: Υπάρχει κάποια επίσημη απόφαση από την Ι. Σύνοδο ή από το Οικουμ. Πατριαρχείο για την αναγνώριση της Κεφαλληνίας ως της Μελίτης των Πράξεων; Απάντ.: Δεν έχει γίνει, ούτε και ξέρω αν είναι απαραίτητο αυτό να γίνει, ούτε κατεβλήθη ποτέ προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό που έγινε, που δόθηκε δηλ. ιδιαίτερη βαρύτητα, ήταν μία φιλότιμη προσπάθεια να εξευρεθούν στοιχεία, τα οποία θα τεκμηρίωναν αυτήν την επιστημονική θέση, και την ονομάζω επιστημονική, διότι απ’ αρχής τα επιχειρήματα αυτής αποτελούσαν σοβαρά στηρίγματα, που δεν θα κατερρίπτοντο εύκολα, και όπως επί τόσα έτη, όχι μόνο δεν κατερρίφθησαν, αλλ’ απεναντίας το θέμα αυτό κατακτά συνεχώς έδαφος στον επιστημονικό κόσμο. Ακολούθησαν έξι Διεθνή Επιστημονικά Συνέδρια, κατά τα οποία παρουσιάστηκαν και άλλα πολύ σημαντικά στοιχεία. Τα Συνέδρια αυτά παρακολούθησαν δι’ εκπροσώπων τους, και έστειλαν μηνύματα και σχετικά έγραφα τόσο ο Οικουμενικός Πατριάρχης μας κ. κ. Βαρθολομαίος, όσο και οι τρεις Αρχιεπίσκοποι των ετών από της ανακινήσεως του θέματος άχρι του νυν, Μακαριστός Σεραφείμ, Μακαριστός Χριστόδουλος, ο οποίος εκτός των εκπροσωπήσεων, συμμετέσχε στο Γ΄ Συνέδριο και ετέλεσε και τα Θυρανοίξια του Ι. Ναού του Απ. Παύλου, καθώς και τα Εγκαίνια του Πνευματικού Κέντρου της Ι. Μητροπόλεώς μας «Ο Απ. Παύλος», όπως επίσης και ο νυν Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπός μας κ. κ. Ιερώνυμος, ο οποίος επίσης προσήλθε με εξάδα Αρχιερέων της Διαρκούς Ι. Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 2009, προκειμένου να συμμετάσχουν στις εκδηλώσεις της Τοπικής μας Εκκλησίας για τη Διπλή Επέτειο κατά το έτος εκείνο, δηλ. της συμπληρώσεως 1950 ετών από του ναυαγίου και της Διασώσεως του Απ. Παύλου, και 500 ετών από της Γεννήσεως του Προστάτου της Νήσου μας Αγίου Γερασίμου. Στο τέλος μάλιστα συνυπέγραψαν, ο Αρχιεπίσκοπος δηλ., οι επί πλέον έξι εκ της Ι. Συνόδου, καθώς και ο οικείος τότε Ιεράρχης μας Μακαριστός Σπυρίδων σχετικόν Πιττάκιον εις τριπλούν, ώστε να παραμένει εσαεί εις ανάμνησιν, ένα εις την Ι. Μητρόπολιν, ένα εις τον Ι. Ναόν του Απ. Παύλου και ένα εις την Ι. Μονήν του Αγίου μας. Του υπενθύμισα μάλιστα ότι για πάρα πολλά θέματα, όπως και για το εν λόγω, η αλήθεια προκύπτει εκ των πραγμάτων, δηλ. εκ του πλήθους και της σοβαρότητος των υπαρχόντων στοιχείων. Του υπενθύμισα επίσης ότι υπάρχουν στην περιοχή μας εγκυρότατες παλιές μαρτυρίες, που πιστοποιούν το θέμα αυτό. Όπως επίσης του ανέφερα ότι υπάρχουν ακόμη και θείες επιβεβαιώσεις , αναφέροντάς του μία εξ αυτών, δηλ. το σημείο των Θεοφανείων του 2008, χωρίς να αναφερθώ εις περισσότερα. Του συνέστησα μάλιστα να ανατρέξει στους Τόμους των Συνεδρίων, όπου ευρίσκονται δημοσιευμένα πάντα τα εν λόγω. Τον ρώτησα επίσης αν έχει υπ’ όψιν του ότι για τους περισσοτέρους Αγίους δεν έχει γίνει επίσημη ανακήρυξη από το Οικουμ. Πατριαρχείο, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι η Εκκλησία κατέγραψε ποτέ αβασάνιστα κάποιο όνομα εις το Αγιολόγιόν της. Μου απήντησε ότι αυτό το γνωρίζει. Εκεί τελειώσαμε, αφήνοντάς μου να εννοήσω ότι όσα παρέθεσα τα θεωρεί σεβαστά. Δεν ξέρω αν επείσθη. Πάντως εκείνη την περίοδο άκουσα την ίδια απορία δυο τρεις φορές εκ διαφόρων ασχέτων μεταξύ τους προσώπων. Φαίνεται ότι δοθεισών ευκαιριών είχε κάνει κάποιες συζητήσεις. Δεν ξέρω αν αυτό συνεχίστηκε μετά και από το ανωτέρω τηλεφώνημα, ούτε και το εξέτασα ποτέ αυτό.
Μερικούς μήνες αργότερα, σε δοθείσα ευκαιρία, ερώτησα σχετικώς γι’ αυτό το ζήτημα τον π. Γεώργιο Μεταλληνό, ο οποίος μου απήντησε: Η πρώτη αναγνώριση Αγίου από το Οικουμενικό Πατριαρχείο έγινε το 1368 διά τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, λόγω του πολέμου των δυτικών εναντίον του Αγίου αυτού. Και προσέθεσε ότι η αναγνώριση των Αγίων εγίνετο από την κάθε τοπική εκκλησία, στην οποία είχε βιώσει και δραστηριοποιηθεί ο Άγιος και η οποία καλώς εγνώριζε αυτόν, όπως ακριβώς γίνεται και σήμερα, όπου το Οικουμενικό Πατριαρχείο στηρίζεται στη γνώμη και τη σχετική αναφορά της τοπικής εκκλησίας. Μου ανέφερε ακόμη και εκείνος για το θέμα του Απ. Παύλου, τη συμμετοχή του Οικουμενικού μας Πατριάρχου, των τριών Αρχιεπισκόπων της Εκκλησίας της Ελλάδος, πολλών Αρχιερέων, Ειδικών Πανεπιστημιακών Καθηγητών και Επιστημόνων δικών μας, αλλά και εκ του εξωτερικού και ότι ουδείς λόγος υπάρχει οποιασδήποτε αμφισβητήσεως.